- πρωτοκανονάριος
- ο, Νεκκλ. εκκλησιαστικό αξίωμα που δινόταν, συνήθως, σε αναγνώστες και τού οποίου ο κάτοχος στεκόταν στο μέσον τού ναού και κανοναρχούσε τους στίχους τών ψαλμάτων στους ψάλτες, ενώ σήμερα το αξίωμα τού πρωτοκανοναρίου δίνεται, κυρίως, στους μοναχούς που κανοναρχούν στις μονές.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + κανονάριον «συλλογή κανόνων»].
Dictionary of Greek. 2013.